εξαισιότητα

εξαισιότητα
η (Α ἐξαισιότης) [εξαίσιος]
νεοελλ.
θελκτικότητα, γοητεία
αρχ.
εξαιρετική ιδιότητα που προκαλεί κατάπληξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαισιότητα — η η ιδιότητα του εξαίσιου (βλ. λ.), εξοχότητα, θελκτικότητα, γοητεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”